διθυραμβοποιῶν

διθυραμβοποιῶν
διθυραμβοποιός
dithyrambic poet
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Dithyrambos — Dithyrambos, 1) eigentlich Beiname des Bakchos, von ungewisser Bedeutung; 2) (Dithyrambe), eine zwischen der heroischen Ode u. der Hymne innestehende Gattung der lyrischen Poesie, in welcher höchste Begeisterung herrscht, worin auch die, dieser… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] …   Dictionary of Greek

  • λυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γραμματικός από την Κυρήνη (2ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε τα έργα Απορίαι και λύσεις και Περί διθυραμβοποιών, καθώς επίσης υπομνήματα στον Όμηρο και στον Ευριπίδη. 2. Ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”